- φαρμακευτής
- ο , φαρμακευτήςεύτρια η изготовитель, -ница ядов; отравитель, -ница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρμακευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακευτής — ο, θηλ. φαρμακεύτρια, ΝΜΑ [φαρμακεύω] αυτός που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα νεοελλ. φαρμακοποιός αρχ. το θηλ. τίτλος τού β ειδυλλίου τού Θεόκριτου … Dictionary of Greek
φαρμακευταί — φαρμακευτής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακευτήν — φαρμακευτής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακευτῶν — φαρμακευτής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακευτάς — φαρμακευτά̱ς , φαρμακευτής masc acc pl φαρμακευτά̱ς , φαρμακευτής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακεύτρια — η, ΝΜΑ βλ. φαρμακευτής … Dictionary of Greek